capitonné
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | capitonné | capitonnés |
θηλυκό | capitonnée | capitonnées |
Επίθετο
επεξεργασίαcapitonné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | capitonné | capitonnés |
θηλυκό | capitonnée | capitonnées |
capitonné (fr)