κανονίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κανονίδι | τα | κανονίδια |
γενική | του | κανονιδιού | των | κανονιδιών |
αιτιατική | το | κανονίδι | τα | κανονίδια |
κλητική | κανονίδι | κανονίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανονίδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανονίδι ουδέτερο
- συρροή από κανονιές, πολλές κανονιές
- Γι ' αυτό από το πρωί της και του Ιούλη άρχισε το κανονίδι. Όλη η Σάμος τρανταζόταν από τις κανονιές. Από το μεσημέρι μάλιστα και ύστερα το κανονίδι δε σταμάτησε καθόλου (Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Νεώτερη 2. 1821-1832, Γιάννης Κωνσταντίνου Κορδάτος, εκδ. 20ος αιώνας, 1981, σελ. 276)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κανονίδι
|