Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανονιά οι κανονιές
      γενική της κανονιάς των κανονιών
    αιτιατική την κανονιά τις κανονιές
     κλητική κανονιά κανονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανονιά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανονιά θηλυκό

  1. βολή με κανόνι
  2. ήχος από βολή με κανόνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία