κανονιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κανονιά | οι | κανονιές |
γενική | της | κανονιάς | των | κανονιών |
αιτιατική | την | κανονιά | τις | κανονιές |
κλητική | κανονιά | κανονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κανονιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακανονιά θηλυκό
- βολή με κανόνι
- ήχος από βολή με κανόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κανονιά
|