Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανναβέλαιο τα κανναβέλαια
      γενική του κανναβέλαιου
κανναβελαίου
των κανναβέλαιων
κανναβελαίων
    αιτιατική το κανναβέλαιο τα κανναβέλαια
     κλητική κανναβέλαιο κανναβέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κανναβέλαιο < κάνναβ(η) + -έλαιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κανναβέλαιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία