Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμηλότριχα οι καμηλότριχες
      γενική της καμηλότριχας των καμηλοτριχών
    αιτιατική την καμηλότριχα τις καμηλότριχες
     κλητική καμηλότριχα καμηλότριχες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμηλότριχα < καμήλ(α) + -ο- + τρίχα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμηλότριχα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία