Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καμηλόμαλλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καμηλόμαλλ
ο
τα
καμηλόμαλλ
α
γενική
του
καμηλόμαλλ
ου
των
καμηλόμαλλ
ων
αιτιατική
το
καμηλόμαλλ
ο
τα
καμηλόμαλλ
α
κλητική
καμηλόμαλλ
ο
καμηλόμαλλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καμηλόμαλλο
<
καμήλα
+
μαλλί
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καμηλόμαλλο
ουδέτερο
το
μαλλί
από
καμήλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καμηλόμαλλο
αγγλικά
:
camel hair
(en)