Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμηλόδερμα τα καμηλοδέρματα
      γενική του καμηλοδέρματος των καμηλοδερμάτων
    αιτιατική το καμηλόδερμα τα καμηλοδέρματα
     κλητική καμηλόδερμα καμηλοδέρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμηλόδερμα < καμήλ(α) + -ο- + δέρμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμηλόδερμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία