Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλοσυνάδα οι καλοσυνάδες
      γενική της καλοσυνάδας των καλοσυνάδων
    αιτιατική την καλοσυνάδα τις καλοσυνάδες
     κλητική καλοσυνάδα καλοσυνάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοσυνάδα < καλοσύνη + -άδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλοσυνάδα[1] θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. καλοσυνάδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)