καλορίζικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | καλορίζικα | ||
γενική | των | καλορίζικων | ||
αιτιατική | τα | καλορίζικα | ||
κλητική | καλορίζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλορίζικα < καλορίζικος < μεσαιωνική ελληνική καλορίζικος < καλός + ριζικό (< αρχαία ελληνική ῥιζικός < ῥίζα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.loˈɾi.zi.ka/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλορίζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Επιφώνημα
επεξεργασίακαλορίζικα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καλορίζικος, καλός και ρίζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλορίζικα
|