καλοκαίριον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | καλοκαίριον | τὰ | καλοκαίριᾰ |
γενική | τοῦ | καλοκαιρίου | τῶν | καλοκαιρίων |
δοτική | τῷ | καλοκαιρίῳ | τοῖς | καλοκαιρίοις |
αιτιατική | τὸ | καλοκαίριον | τὰ | καλοκαίριᾰ |
κλητική ὦ! | καλοκαίριον | καλοκαίριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλοκαιρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλοκαιρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλοκαίριον < αρχαία ελληνική καλός + καιρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοκαίριον ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- καλοκαίριν
- καλοκαίρι
- καλοκαιρίον