Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλλωπιστήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καλλωπιστήρι
ο
τα
καλλωπιστήρι
α
γενική
του
καλλωπιστήρι
ου
των
καλλωπιστήρι
ων
αιτιατική
το
καλλωπιστήρι
ο
τα
καλλωπιστήρι
α
κλητική
καλλωπιστήρι
ο
καλλωπιστήρι
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλλωπιστήριο
<
καλλωπίζω
+
-τήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλλωπιστήριο
ουδέτερο
(
σπάνιο
)
χώρος
καλλωπισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλλωπιστήριο