καλδέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλδέρα | οι | καλδέρες |
γενική | της | καλδέρας | των | καλδερών |
αιτιατική | την | καλδέρα | τις | καλδέρες |
κλητική | καλδέρα | καλδέρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλδέρα < (ορθογραφικό δάνειο) ισπανική caldera. [1] Συγκρίνετε με το καλντέρα.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kalˈðe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐δέ‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλδέρα θηλυκό
- (γεωλογία) άλλη μορφή του καλντέρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλδέρα
→ δείτε τη λέξη καλντέρα |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλδέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας