καλάθα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλάθα | οι | καλάθες |
γενική | της | καλάθας | των | καλαθών |
αιτιατική | την | καλάθα | τις | καλάθες |
κλητική | καλάθα | καλάθες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλάθα < καλάθι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλάθα θηλυκό
- μεγεθυντικό του καλάθι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλάθα
|