κακοψυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοψυχία < μεσαιωνική ελληνική κακοψυχία < ελληνιστική κοινή κακοψυχία < αρχαία ελληνική κακός + ψυχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακοψυχία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακοψυχία
|