Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοφαγία οι κακοφαγίες
      γενική της κακοφαγίας των κακοφαγιών
    αιτιατική την κακοφαγία τις κακοφαγίες
     κλητική κακοφαγία κακοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοφαγία < κακο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κακοφαγία θηλυκό

  • η κατανάλωση φαγητών τα οποία χαρακτηρίζονται κακής ποιότητας
    ※  ...πριν από αρκετά χρόνια ξεκίνησε σχετικά μαθήματα μαγειρικής σε μια προσπάθεια να καταπολεμήσει την «κακοφαγία», υποστηρίζοντας ότι και τα παιδιά έχουν δικαίωμα στη γαστρονομική εκπαίδευση. (Αθηνόραμα, Και τα παιδιά καλοπερνάνε στο Φεστιβάλ «Ελλάδα Γιορτή Γεύσεις Χριστούγεννα 2014», 01/12/2014 [1])
  • η κατανάλωση μικρής ποσότητας φαγητού
    ※  Mα και εμείς τότε δουλεύαμε και μάλιστα σε πιο σκληρές συνθήκες από ήλιο σε ήλιο, στα σκάματα, στον τρύγο, σε εργοτάξια και μάλιστα με μικρό μεροκάματο και κακοφαγία και όμως το βράδυ που σχολούσαμε, η όρεξη ήταν αγκάθα άμα ετύχενε παρέα για γλέντι. (Εφημερίδα Πατρίς, 16/9/2005 [2])

  Μεταφράσεις επεξεργασία