κακοτεχνίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακακοτεχνίτης αρσενικό (θηλυκό κακοτεχνίτισσα) & κακοτεχνίτρια
- άτεχνος μάστορας ή βοηθός
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοτεχνίτης
|
κακοτεχνίτης αρσενικό (θηλυκό κακοτεχνίτισσα) & κακοτεχνίτρια
|