κακοσφυξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοσφυξία < ελληνιστική κοινή κακοσφυξία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακοσφυξία θηλυκό
- (ιατρική) ο ανώμαλος σφυγμός, που δεν είναι φυσιολογικός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακοσφυξία
|