κακογεννήτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακογεννήτρα | οι | κακογεννήτρες |
γενική | της | κακογεννήτρας | — | |
αιτιατική | την | κακογεννήτρα | τις | κακογεννήτρες |
κλητική | κακογεννήτρα | κακογεννήτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κακογεννήτρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακογεννήτρα θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακογεννήτρα
|