καινοτομικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καινοτομικότητα < καινοτομικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαινοτομικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του καινοτομικού, το να είναι κάποιος καινοτόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καινοτομικότητα
|