Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καθρεφτάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καθρεφτάδικ
ο
τα
καθρεφτάδικ
α
γενική
του
καθρεφτάδικ
ου
των
καθρεφτάδικ
ων
αιτιατική
το
καθρεφτάδικ
ο
τα
καθρεφτάδικ
α
κλητική
καθρεφτάδικ
ο
καθρεφτάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καθρεφτάδικο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καθρεφτάδικο
ουδέτερο
κατάστημα
που πουλάει
καθρέφτες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καθρεφτάδικο
γαλλικά
:
miroiterie
(fr)