ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ καθαριστήριον τὰ καθαριστήρι
      γενική τοῦ καθαριστηρίου τῶν καθαριστηρίων
      δοτική τῷ καθαριστηρί τοῖς καθαριστηρίοις
    αιτιατική τὸ καθαριστήριον τὰ καθαριστήρι
     κλητική ! καθαριστήριον καθαριστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καθαριστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  καθαριστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καθαριστήριον < καθαρίζω, καθαρισ- + -τήριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καθαριστήριο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθαριστήριον, -'ου ουδέτερο