• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κέρασος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : Κέρασος, κερασός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κέρασος οι κέρασοι (κέρασες)
      γενική της κεράσου των κεράσων
    αιτιατική την κέρασο τις κεράσους (κέρασες)
     κλητική κέρασε (κέρασο) κέρασοι (κέρασες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κέρασος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κερασός

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

κέρασος θηλυκό

  • (φυτό) αναφορά στο ταξινομικό υπογένος Κέρασος στο οποίο ανήκει η κερασιά

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    κέρασος
  • → δείτε τη λέξη Κέρασος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κέρασος&oldid=5640256"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:13

Γλώσσες

    • English
    • 한국어
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:13.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie