κάτσενα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάτσενα | οι | κάτσενες |
γενική | της | κάτσενας | των | κάτσενων |
αιτιατική | την | κάτσενα | τις | κάτσενες |
κλητική | κάτσενα | κάτσενες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάτσενα < (…) < σλαβικής προέλευσης коза < πρωτοσλαβική *koza (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάτσενα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) (παρωχημένο) άσπρη προβατίνα με κόκκινο πρόσωπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάτσενα
|