κάμπλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμπλια | οι | κάμπλιες |
γενική | της | κάμπλιας | — | |
αιτιατική | την | κάμπλια | τις | κάμπλιες |
κλητική | κάμπλια | κάμπλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάμπλια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάμπλια θηλυκό
- (σπάνιο, κρητικά) κάμπια[1]
- ※ Ο παράνομος και η γυναίκα ντου η παρανομιά είχανε τρία παιδιά, την κάμπλια, την ψείρα και την κλασοπαπαδιά (Γεώργιος Εμμανουήλ Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, ήτοι, διάγραμμα γραμματικής και γλωσσάριον του σημερινού γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, τόμος έβδομος, 1955-1971, σελ. 386)
- ※ Τ? άλλα κουκούλια δα, τα πολλά, τα βάνανε στον πυρωμένο φούρνο για να ψοφήσει η κάμπλια, γιατί ανέ γενεί μπαμπαρόλα θα τρυπίσει το κουκούλι να βγει και θα τ? αχρηστέψει (Η νοικοκερά στο μαλλί και στο μετάξι, Χανιώτικα Νέα, 27 Μαρτίου, 2012, [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάμπλια
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Λεξικογραφικό Δελτίον, τόμος 14, Ακαδημία Αθηνών, 1982, σελ. 163