ιχθυοκαλλιεργητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαιχθυοκαλλιεργητής (νεολογισμός) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιχθυοκαλλιεργητής αρσενικό (θηλυκό ιχθυοκαλλιεργήτρια)
- (νεολογισμός, επάγγελμα) εκείνος που ασχολείται με την ιχθυοκαλλιέργεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιχθυοκαλλιεργητής
|
Πηγές
επεξεργασία- ιχθυοκαλλιεργητής - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr