ιχθυοκαλλιεργήτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιχθυοκαλλιεργήτρια < ιχθυοκαλλιεργη(τής) + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιχθυοκαλλιεργήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ιχθυοκαλλιεργητής
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ιχθυοκαλλιεργητής
ιχθυοκαλλιεργήτρια
|