ισονομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισονομία < αρχαία ελληνική ἰσονομία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισονομία θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και δεν προβλέπεται διαφορετική μεταχείριση για κανέναν λόγω καταγωγής, κοινωνικής θέσης, εισοδήματος, φύλου κλπ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισονομία
|