Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοκεφαλία οι ισοκεφαλίες
      γενική της ισοκεφαλίας των ισοκεφαλιών
    αιτιατική την ισοκεφαλία τις ισοκεφαλίες
     κλητική ισοκεφαλία ισοκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισοκεφαλία < ακρ(ο) + -ο- + -κεφαλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισοκεφαλία θηλυκό

  • ο καλλιτεχνικός κανόνας κατά τον οποίο οι μορφές των ανάγλυφων ή ζωγραφικών παραστάσεων παριστάνονται έτσι ώστε οι κεφαλές των προσώπων να βρίσκονται στο ίδιο ύψος, χωρίς να λαμβάνεται υπ΄ όψη η θέση ή στάση της κάθε μορφής

δείτε επίσης επεξεργασία