Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισλαμο-αριστερισμός οι ισλαμο-αριστερισμοί
      γενική του ισλαμο-αριστερισμού των ισλαμο-αριστερισμών
    αιτιατική τον ισλαμο-αριστερισμό τους ισλαμο-αριστερισμούς
     κλητική ισλαμο-αριστερισμέ ισλαμο-αριστερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισλαμο-αριστερισμός < ισλαμ- + -ο- + αριστερισμός
Όρος που επινοήθηκε από τον Γάλλο συγγραφέα Πασκάλ Μπρυκνέρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισλαμο-αριστερισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία