ισαποχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ισαποχή | οι | ισαποχές |
γενική | της | ισαποχής | των | ισαποχών |
αιτιατική | την | ισαποχή | τις | ισαποχές |
κλητική | ισαποχή | ισαποχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισαποχή < ισ- + αποχή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισαποχή θηλυκό
- αποστάσεις αντικειμένου το οποίο ισαπέχει από απομακρυσμένα σημεία ή επιφάνειες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισαποχή
|