ιππιατρική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιππιατρική | οι | ιππιατρικές |
γενική | της | ιππιατρικής | των | ιππιατρικών |
αιτιατική | την | ιππιατρική | τις | ιππιατρικές |
κλητική | ιππιατρική | ιππιατρικές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιππιατρική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιππιατρική θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιππιατρική