ιοντοθεραπεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιοντοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιόν + -θεραπεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιοντοθεραπεία θηλυκό
- η για θεραπευτικούς λόγους εισαγωγή ιόντων σε ιστούς με την εφαρμογή ηλεκτρικού πεδίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιοντοθεραπεία