Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ινοσκόπιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ινοσκόπι
ο
τα
ινοσκόπι
α
γενική
του
ινοσκοπί
ου
&
ινοσκόπι
ου
των
ινοσκοπί
ων
αιτιατική
το
ινοσκόπι
ο
τα
ινοσκόπι
α
κλητική
ινοσκόπι
ο
ινοσκόπι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ινοσκόπιο
<
ίνα
(
οπτική
) +
-σκόπιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ινοσκόπιο
ουδέτερο
(
ιατρική
): γενική ονομασία ιατρικού οργάνου,
ενδοσκοπίου
, που φέρει οπτική ίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ινοσκόπιο