Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοκατανάλωση οι ιδιοκαταναλώσεις
      γενική της ιδιοκατανάλωσης* των ιδιοκαταναλώσεων
    αιτιατική την ιδιοκατανάλωση τις ιδιοκαταναλώσεις
     κλητική ιδιοκατανάλωση ιδιοκαταναλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδιοκαταναλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιοκατανάλωση < ιδιο- + κατανάλωση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ði.o.ka.taˈna.lo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐ο‐κα‐τα‐νά‐λω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδιοκατανάλωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία