ιδιοκατανάλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιδιοκατανάλωση | οι | ιδιοκαταναλώσεις |
γενική | της | ιδιοκατανάλωσης* | των | ιδιοκαταναλώσεων |
αιτιατική | την | ιδιοκατανάλωση | τις | ιδιοκαταναλώσεις |
κλητική | ιδιοκατανάλωση | ιδιοκαταναλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδιοκαταναλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιοκατανάλωση < ιδιο- + κατανάλωση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ði.o.ka.taˈna.lo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ο‐κα‐τα‐νά‐λω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιδιοκατανάλωση θηλυκό
- η κατανάλωση αγαθών ή προϊόντων από το άτομο ή τον φορέα που τα παρασκεύασε
- ※ δίνει το δικαίωμα να δημιουργηθούν ενεργειακές κοινότητες οι οποίες θα μπορούν να υλοποιήσουν έργα ή φωτοβολταϊκά πάρκα που θα χρησιμοποιούν την ενέργεια που παράγεται για ιδιοκατανάλωση ή για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας (Σχέδια για φωτοβολταϊκά στην οροφή του νέου κτιρίου της ΠΚΜ, εφημ. Μακεδονία, 3 Δεκεμβρίου 2019)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιοκατανάλωση
|