θῶμιγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θῶμιγξ | αἱ | θώμιγγες |
γενική | τῆς | θώμιγγος | τῶν | θωμίγγων |
δοτική | τῇ | θώμιγγῐ | ταῖς | θώμιγξῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | θώμιγγᾰ | τὰς | θώμιγγᾰς |
κλητική ὦ! | θῶμιγξ | θώμιγγες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θώμιγγε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θωμίγγοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θῶμιγξ < άγνωστης ετυμολογίας Ίσως συγγενές με το λατινικό fūnis (σχοινί). To ‑ιγγ- κατά τον Beekes μαρτυρεί προελληνική προέλευση[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθῶμιγξ θηλυκό
- σχοινί, κορδόνι
- ※ ἐν τεμένεϊ Ἀφροδίτης κατέαται στέφανον περὶ τῇσι κεφαλῇσι ἔχουσαι θώμιγγος πολλαὶ γυναῖκες·
- στο τέμενος της Αφροδίτης κάθονται έχοντας στεφάνι από σκοινί στα κεφάλια πολλές γυναίκες
- Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι (c.440 π.Κ.Ε.) 1. Κλειώ, 199.2 (σχετικά με τα έθιμα των Βαβυλωνίων
- στο τέμενος της Αφροδίτης κάθονται έχοντας στεφάνι από σκοινί στα κεφάλια πολλές γυναίκες
- ※ ἐν τεμένεϊ Ἀφροδίτης κατέαται στέφανον περὶ τῇσι κεφαλῇσι ἔχουσαι θώμιγγος πολλαὶ γυναῖκες·
- χορδή τόξου
- ※ πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν·
- γιατί βροχή απ᾽ τα χέρια τους πέφτοντας πέτρες κι από των τόξων τις νευρές βέλη χαλάζι το θάνατο σκορπούσανε·
- Αισχύλος, Πέρσαι (472 π.Κ.Ε.), στίχος 561 @greek-language.gr Mετάφραση (1930): Ιωάννης Γρυπάρης
- γιατί βροχή απ᾽ τα χέρια τους πέφτοντας πέτρες κι από των τόξων τις νευρές βέλη χαλάζι το θάνατο σκορπούσανε·
- ※ <ἱππικὴ βάσις>· ἡ νευρὰ τοῦ τόξου, διὰ τὸ ἐξ ἱππείων γίνεσθαι νευρῶν. οἱ δὲ <θώμιγγα νευρῶν ἱππικὴν> καλοῦσιν (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ι )
- ※ πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο, τοξικῆς τ᾽ ἄπο θώμιγγος ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν·
- πετονιά ψαρέματος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- θῶμιγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θῶμιγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.