Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θώς οἱ θῶες
      γενική τοῦ θωός τῶν θώων
      δοτική τῷ θωΐ τοῖς θωσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν θῶ τοὺς θώᾰς
     κλητική ! θώς θῶες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θῶε
γεν-δοτ τοῖν  θώοιν
Εξαίρεση στον τονισμό γενικής πληθυντικού. όπως το μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις.
3η κλίση, Κατηγορία 'Τρώς' όπως «Τρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θώς < είτε θῶσθαι, είτε προελληνική ς προέλευσης (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θώς αρσενικό, πιθανόν και ως θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που καταβροχθίζει
  2. (θηλαστικό ζώο) το τσακάλι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 103 (99-104)
    ὢ πόποι ἦ μέγα θαῦμα τόδ' ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι / δεινόν, ὃ οὔ ποτ' ἔγωγε τελευτήσεσθαι ἔφασκον, / Τρῶας ἐφ' ἡμετέρας ἰέναι νέας, οἳ τὸ πάρος περ / φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν, αἵ τε καθ' ὕλην / θώων παρδαλίων τε λύκων τ' ἤϊα πέλονται / αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες, οὐδ' ἔπι χάρμη.
    λείπει η μετάφραση
    ※  4ος αιώνας πκε Αριστοτέλης, Περὶ ζᾠων γενέσεως, 742a
    ἔτι δ' ὅσα πολυσχιδῆ τῶν τετραπόδων, οἷον κύων, λέων, λύκος, ἀλώπηξ, θώς, πάντα τυφλὰ γεννᾷ, καὶ διίσταται τὸ βλέφαρον γενομένων ὕστερον.'

  Πηγές επεξεργασία