Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θώπευμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
θώπευμα
τα
θωπεύμα
τ
α
γενική
του
θωπεύμα
τ
ος
των
θωπευμά
τ
ων
αιτιατική
το
θώπευμα
τα
θωπεύμα
τ
α
κλητική
θώπευμα
θωπεύμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θώπευμα
<
αρχαία ελληνική
θώπευμα
<
θωπεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θώπευμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
θωπεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θώπευμα