Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θύννα θηλυκό

  • (ψάρι) τόνος
      12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 296 (295-299) @georgakas.lit.auth.gr
    ἐκεῖνοι νὰ χορταίνωσιν τοὺς πρώτους τῶν ἰχθύων,
    ἐμὲ δὲ νὰ μὴ δίδωσι κὰν θύνναν νὰ χορτάσω,
    καὶ τρυφηλὸν μὲ λέγουσιν, ἀδήφαγον γουλάρην,
    ἐκεῖνοι νὰ κοτσώνουσιν τὸ χιωτικὸν εἰς κόρον,
    ὁ δὲ ἰδικὸς μου ὁ στόμαχος νὰ πάσχῃ ἀπὸ τὸ ὀξίδιν;
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θύνν αἱ θύνναι
      γενική τῆς θύννης τῶν θυννῶν
      δοτική τῇ θύνν ταῖς θύνναις
    αιτιατική τὴν θύννᾰν τὰς θύννᾱς
     κλητική ! θύνν θύνναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θύνν
γεν-δοτ τοῖν  θύνναιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
θύννα < θηλυκό του θύννος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θύννα, -ης θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία