Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυμαρόμελο τα θυμαρόμελα
      γενική του θυμαρόμελου των θυμαρόμελων
    αιτιατική το θυμαρόμελο τα θυμαρόμελα
     κλητική θυμαρόμελο θυμαρόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυμαρόμελο < θυμάρι + μέλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θυμαρόμελο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία