↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θυγατριδέος > θυγατριδοῦς οἱ θυγατριδέοι   > θυγατριδοῖ
      γενική τοῦ θυγατριδέου > θυγατριδοῦ τῶν θυγατριδέων > θυγατριδῶν
      δοτική τῷ θυγατριδέ   > θυγατριδ τοῖς θυγατριδέοις > θυγατριδοῖς
    αιτιατική τὸν θυγατριδέον > θυγατριδοῦν τοὺς θυγατριδέους > θυγατριδοῦς
     κλητική ! θυγατριδέε   > θυγατριδοῦ θυγατριδέοι   > θυγατριδοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυγατριδέω   > θυγατριδώ
γεν-δοτ τοῖν  θυγατριδέοιν > θυγατριδοῖν
2η κλίση, ομάδα 'θυγατριδέος θυγατριδοῦς', Κατηγορία 'θυγατριδοῦς' όπως «θυγατριδοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θυγατριδοῦς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θυγατριδοῦς αρσενικό, ιωνικός τύπος : θυγατριδέος (θηλυκό θυγατριδῆ)