θρακιάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θρακιάς | οι | θρακιάδες |
γενική | του | θρακιά | των | θρακιάδων |
αιτιατική | τον | θρακιά | τους | θρακιάδες |
κλητική | θρακιά | θρακιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρακιάς < αρχαία ελληνική Θρᾳκίας / Θρασκίας < Θρᾴκη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρακιάς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Θράκη
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρακιάς