θράψαλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θράψαλο | τα | θράψαλα |
γενική | του | θράψαλου | των | θράψαλων |
αιτιατική | το | θράψαλο | τα | θράψαλα |
κλητική | θράψαλο | θράψαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θράψαλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θράψαλο ουδέτερο
- είδος καλαμαριού (todarodes sagittatus)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- θράψαλο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
θράψαλο
|