Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηροφυλακή οι θηροφυλακές
      γενική της θηροφυλακής των θηροφυλακών
    αιτιατική τη θηροφυλακή τις θηροφυλακές
     κλητική θηροφυλακή θηροφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηροφυλακή < θήρα + φυλακή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηροφυλακή θηλυκό

  • ιδιαίτερη δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία περιφρούρησης κυνηγίου ζώων σε ορισμένη περιοχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία