θηλύτητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θηλύτητα | οι | θηλύτητες |
γενική | της | θηλύτητας | των | θηλυτήτων |
αιτιατική | τη | θηλύτητα | τις | θηλύτητες |
κλητική | θηλύτητα | θηλύτητες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θηλύτητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θηλ(ύτης) + -ύτητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηλύτητα θηλυκό (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
θηλύτητα
|