↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηλεοποίηση οι θηλεοποιήσεις
      γενική της θηλεοποίησης* των θηλεοποιήσεων
    αιτιατική τη θηλεοποίηση τις θηλεοποιήσεις
     κλητική θηλεοποίηση θηλεοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θηλεοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θηλεοποίηση < θήλυς + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θηλεοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία