θηλαστικολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θηλαστικολογία | οι | θηλαστικολογίες |
γενική | της | θηλαστικολογίας | των | θηλαστικολογιών |
αιτιατική | τη | θηλαστικολογία | τις | θηλαστικολογίες |
κλητική | θηλαστικολογία | θηλαστικολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θηλαστικολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθηλαστικολογία θηλυκό
- (ζωολογία) ο ζωολογικός κλάδος της μελέτης των θηλαστικών