θεωρητικολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεωρητικολογία < θεωρητικολογώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεωρητικολογία θηλυκό
- αναπόδεικτες ή μη αποδείξιμες γνώμες
- Η θρησκεία, η θεωρία των υπερχορδών και η υπερσυμμετρία αποτελούν μη πειραματικά αποδείξιμες θεωρητικολογίες, αντίθετα ή κβαντομηχανική σε όλα τα πειράματα χρόνια τώρα αποδεικνύεται χειροπιαστά αληθής.
Μεταφράσεις
επεξεργασία θεωρητικολογία