Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεωρητικολογώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεωρητικολογώ
<
θεωρητικός
+
-ο-
+
-λογώ
(<
λέγω
)
Ρήμα
επεξεργασία
θεωρητικολογώ
μιλάω
θεωρητικά
Συγγενικά
επεξεργασία
θεωρητικολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεωρητικολογώ
αγγλικά
:
μειωτικά
:
moot
(en)
•
posit
(en)