θετικίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θετικίστρια < θετικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
θετικίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη θετικιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
θετικίστρια
θετικίστρια θηλυκό