θερμοκαυτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοκαυτήρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermocautère < αρχαία ελληνική θερμός + καυτήρ < καίω
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοκαυτήρας αρσενικό
- (ιατρική) ειδικό εργαλείο με το οποίο κάνουν θερμοκαυτηριάσεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοκαυτήρας
|